-
1 овощной
επ.των λαχανικών, των λάχανων•-ларк λαχανοπωλείο μανάβικο•
-ые грядки οι λαχανοβραγιές.
|| με λάχανα•овощной суп λαχανόσουπα•
-ые консервы λαχανοκονσέρβες.
-
2 овощной
овощ||нойприл τών λαχανικών, λαχανικά:\овощнойио́й магази́и τό μανάβικο, τό λαχανοπωλείο· \овощнойно́й суп ἡ λαχανόσουπα -
3 сок
ο χυμός, το ζουμίжелудочный - анат. το γαστρικό υγρόмлечный - (каучуконоса) το ελαστικό κόμμι (γάλα), το λάτεξплодовый - οπωρικών/φρούτων, ο φρουτοχυμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сок